- Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψιτοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψιποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένητῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
- Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσεςπικραμένη, ἐντροπαλή,κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,«ἔλα πάλι», νά σου πῇ.
- Ἄργειε νά'λθῃ ἐκείνη ἡ μέρα,κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,γιατί τὰ ’σκιαζε ἡ φοβέρακαὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
- Δυστυχής! Παρηγορίαμόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲςπερασμένα μεγαλεῖακαὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
- Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρειφιλελεύθερη λαλιά,ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέριἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,
- Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνωτὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;».Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνωκλάψες, ἄλυσες, φωνές.
- Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμαμὲς στὰ κλάιματα θολό,καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
- Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμέναξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰνὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξέναἄλλα χέρια δυνατά.
- Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,ἐξανάλθες μοναχή·δὲν εἴν' εὔκολες οἱ θύρεςἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.
- Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,ἀλλ' ἀνάσασι καμμιά·ἄλλος σου ἔταξε βοήθειακαὶ σὲ γέλασε φρικτά.
- Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σουὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,«σύρε νὰ 'βρῃς τὰ παιδιά σου,σύρε», ἔλεγαν οἱ σκληροί.
- Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρικαὶ ὀλογλήγορο πατεῖἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάριποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
- Ταπεινότατή σου γέρνειἡ τρισάθλια κεφαλή,σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνεικι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
- Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύεικάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύειἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανῆ.
- Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένητῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
- Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σουὁ οὐρανὸς ποὺ γιὰ τσ' ἐχθροὺςεἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σουἔτρεφ' ἄνθια καὶ καρπούς,
- ἐγαλήνεψε· καὶ ἐχύθεικαταχθόνια μιὰ βοή,καὶ τοῦ Ρήγα σοῦ ἀπεκρίθηπολεμόκραχτη ἡ φωνή.[1]
- Ὅλοι οἱ τόποι σου σ' ἐκράξανχαιρετώντας σὲ θερμά,καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξανὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
- Ἐφωνάξανε ὡς τ' ἀστέριατοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,κι ἐσηκώσανε τὰ χέριαγιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
- μ' ὅλον ποὺ 'ναι ἀλυσωμένοτὸ καθένα τεχνικά,καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένοἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».
- Γκαρδιακὰ χαροποιήθεικαὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθειποὺ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
- Ἀπ' τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,σὰ νὰ λέῃ σὲ χαιρετῶ,καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζειτὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανό.
- Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίαςτὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺςκατὰ τ' ἄκρα τῆς Ρουσίαςτὰ μουγκρίσματα τσ' ὀργῆς.
- Εἰς τὸ κίνημα τοῦ δείχνει,πὼς τὰ μέλη εἴν' δυνατά·καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνειμιὰ σπιθόβολη ματιά.
- Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφηκαὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφειμὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
- καὶ σ' ἐσὲ καταγυρμένος,γιατί πάντα σὲ μισεῖ,ἔκρωζ' ἔκρωζ' ὁ σκασμένος,νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
- Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαιπάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς·δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαιστὲς βρισιὲς ὀποῦ ἀγρικᾷς·
- σὰν τὸ βράχο ὀποῦ ἀφήνεικάθε ἀκάθαρτο νερὸεἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃεὐκολόσβηστον ἀφρό·
- ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάληκαὶ χαλάζι καὶ βροχὴνὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,τὴν αἰώνιαν κορυφή.
- Δυστυχιά του, ὦ, δυστυχιά του,ὀποιανοὺ θέλει βρεθεῖστὸ μαχαίρι σου ἀποκάτουκαὶ σ' ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.
- Τὸ θηρίο π' ἀνανογιέταιπὼς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,περιορίζεται, πετιέται,αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ·
- τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·
- Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκηὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκηπλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.
- Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκειτῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·τώρα τρόμου ἀστροπελέκινὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾷς.
- Μεγαλόψυχο τὸ μάτιδείχνει πάντα ὁπὼς νικεῖ,κι ἂς εἴν' ἅρματα γεμάτηκαὶ πολέμιαν χλαλοή.
- Σοῦ προβαίνουνε καὶ τρίζουνγιὰ νὰ ἰδῇς πὼς εἴν' πολλά·δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
- Λίγα μάτια, λίγα στόματαθά σας μείνουνε ἀνοιχτά.γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματαποὺ θὲ νὰ 'βρῃ ἡ συμφορά!
- Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτειτοῦ πολέμου ἀναλαμπῆ·τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
- Γιατί ἡ μάχη ἐστάθει ὀλίγη;Λίγα τὰ αἵματα γιατί;Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃκαὶ στὸ κάστρο ν' ἀνεβεῖ.
- Μέτρα! Εἴν' ἄπειροι οἱ φευγάτοι,ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν·τὰ λαβώματα στὴν πλάτηδέχοντ', ὥστε ν' ἀνεβοῦν.
- Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτετὴν ἀφεύγατη φθορά·νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθεῖτεστῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!
- Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχηἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχηἀντιβούιζε φοβερά.
- Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
- Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνηποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνειπάρεξ θάνατου πικρός.
- Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόποςτοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
- καὶ οἱ βροντὲς καὶ τὸ σκοτάδιὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,ἐπαράσταιναν τὸν ᾍδηποὺ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·
- Τ' ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνον' ἴσκιοιἀναρίθμητοι, γυμνοί,κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
- Ὂλη μαύρη μυρμηγκιάζει,μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζειτὰ κρεβάτια τὰ στερνά.
- Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοιἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,ὅσοι εἴν' ἄδικα σφαγμένοιἀπὸ τούρκικην ὀργή.
- Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρηἐσκεπάζοντο ἀπ' αὐτούς.
- Θαμποφέγγει κανέν' ἄστρο,καὶ ἀναδεύοντο μαζί,ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρομὲ νεκρώσιμη σιωπή.
- Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδαμισοφέγγαρο χλωμό,
- Ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ' ἄδειατὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
- Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουνὅπου εἴν' αἵματα πηχτά,καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουνμὲ βρυχίσματα βραχνά·
- καὶ χορεύοντας μανίζουνεἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουνμὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
- Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνειβαθειὰ μὲς στὰ σωθικά,ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
- Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμουὁ χορὸς τρομακτικά,σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμουστοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
- Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖεἶναι κτύπημα θανάτουχώρις νὰ δευτερωθῇ.
- Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει·λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴἀπ' τὸ μίσος ποὺ τὴν καίειπολεμάει νὰ πεταχθῇ.
- Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνεμὲς στὰ στήθια τους ἀργά,καὶ τὰ χέρια ὅπου χουμᾶνεπερισσότερο εἴν' γοργά.
- Οὐρανὸς γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι,οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ·γι' αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναιμαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
- Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,ποὺ στοχάζεσαι μὴ πὼςἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ' ἄλληδὲν εἴνει ἕνας ζωντανός.
- Κοιτᾷ χέρια ἀπελπισμέναπὼς θερίζουνε ζωές!Χάμου πέφτουνε κομμέναχέρια, πόδια, κεφαλές,
- καὶ παλάσκες καὶ σπαθίαμὲ ὀλοσκόρπιστα μυαλά,καὶ μὲ ὀλόσχιστα κρανία,σωθικὰ λαχταριστά.
- Προσοχὴ καμιὰ δὲν κάνεικανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή·πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὦ, φθάνει,φθάνει· ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
- Ποιὸς ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόποκαὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
- Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».
- Λιονταρόψυχα, ἐκτυπιοῦντο,πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
- Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρακαὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
- Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλιεἰς τ' αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.'Ὁλοι χάμου ἐκείτοντ' ὅλοιεἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
- Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνηκαὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνειαἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
- Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,δὲν φυσὰς τώρα ἐσὺ πλιὸστῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι·φῦσα, φῦσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ!
- Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένητῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
- Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι·δὲν λάμπ' ἥλιος μοναχὰεἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπειεἰς τ' ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.
- Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρατώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖτὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί.
- Τρέχουν ἅρματα χιλιάδεςσὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδεςδὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
- Ὦ τρακόσιοι, σηκωθεῖτεκαὶ ξανάλθετε σέ μας·τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδεῖτεπόσο μοιάζουνε μέ σας.
- Ὂλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνταικαὶ μὲ πάτημα τυφλὸεἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνταικι ὅλοι χάνουνται ἀπ' ἐδῶ.
- Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρουπείνα καὶ θανατικό,ποὺ μὲ σχήμα ἑνὸς σκελέθρουπερπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·
- καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάριαἀπεθαίνανε παντοῦτὰ θλιμμένα ἀπομεινάριατῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
- Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,ποὺ ὅτι θέλεις ἠμπορεῖς.εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,ματωμένη περπατεῖς.
- Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼκρινοδάχτυλες παρθένεςὀποῦ κάνουνε χορό.
- Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουνὡραία μάτια ἐρωτικά,καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουνμαῦρα, ὀλόχρυσα μαλλιά.
- Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζειπὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶςγλυκοβύζαστο ἐτοιμάζειγάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριάς.
- Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·φιλελεύθερα τραγούδιασὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
- Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένητῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
- Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγιτὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοιγιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
- Σοῦ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώνταςἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,καὶ τὸ δάκτυλο κινώνταςὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
- «σ' αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμαστάσου ὀλόρθη, Ἐλευθεριά!».Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμαμπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.
- Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸγύρω γύρω τῆς πυκνώνειποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
- Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδίαὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή·βλέπει τὴ φωταγωγίαστοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
- Ποιοὶ εἴν' αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουνμὲ πολλὴ ποδοβολή,κι άρματ', ἅρματα ταράζουν;Ἐπετάχτηκες ἐσύ!
- Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,καὶ μακρίθεν σπινθηρίζει,δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.
- Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδηχεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
- Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,τρία πατήματα πατᾷς,σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς.
- Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθειπροχωρώντας ὁμιλεῖς:«Σήμερ', ἄπιστοι, ἐγεννήθη,ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.
- Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε«Ἐγὼ εἴμ' Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·πέστε, ποὺ θ' ἀποκρυφθεῖτεἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
- Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,πού, μ' αὐτὴν ἂν συγκριθῇκείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.
- Κατατρώγει, ὠσὰν τὴ σχίζα,τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.
- Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,καὶ δὲν σώζεται πνοή,πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέειμὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή»».
- Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσειΤοῦ θυμοῦ Τοῦ εἴσ' ἀδελφή;Ποιὸς εἴν' ἄξιος νὰ νικήσῃἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθῇ;
- Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόσητοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃτὴ μισόχριστη σπορά.
- Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουντὰ νερά, καὶ τ' ἀγρικῶδυνατὰ νὰ μουρμουρίζουνσὰν ρυάζετο θηριό.
- Κακορίζικοι, ποὺ πᾶτετοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροῆκαὶ πιδέξια πολεμᾶτεἀπὸ τὴν καταδρομὴ
- νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμαἔγινε ὅλο φουσκωτό·ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμαπρὶν νὰ εὑρεῖτε ἀφανισμό.
- Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζεικάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζειτὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
- Σφαλερὰ τετραποδίζουνπλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰτρομασμένα χλιμιντρίζουνκαὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
- Ποιὸς στὸ σύντροφον ἀπλώνειχέρι, ὠσὰν νὰ βοηθηθῇ·ποιὸς τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνειὅσο ποὺ νὰ νεκρωθῇ.
- Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,μὲ τὰ μάτια πεταχτά,κατὰ τ' ἄστρα σηκωμένεςγιὰ τὴν ὕστερη φορά.
- Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτητοῦ Ἀχελώου νεροσυρμῆ-τὸ χλιμίντρισμα καὶ οἱ κρότοικαὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.
- Ἔτσι ν' ἄκουα νὰ βουίξῃτὸν βαθὺν Ὠκεανό,καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξῃκάθε σπέρμα ἀγαρηνό!
- Καὶ ἐκεῖ ποὺ 'ναι ἡ Ἁγία Σοφίαμὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,ὅλα τ' ἄψυχα κορμιά,βραχοσύντριφτα, γυμνά,
- σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,κι ἀπ' ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃὁ ἀδελφὸς τοῦ Φεγγαριοῦ.
- Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰμ' ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνειμεταξύ τους καὶ ἂς μετρά.
- Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνειτεντωτό, πιστομητό,κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνεικαὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιὸ
- καὶ χειρότερα ἀγριεύεικαὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·πάντα, πάντα περισσεύει·πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρός.
- Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρατὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;Μεγαλόφωνα τὴν ὥραὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,
- τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσεστοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσεἀναρίθμητος λαός.
- Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονίαἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρῶν,ἡ προφήτισσα Μαρία,μ' ἕνα τύμπανο τερπνὸν
- καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρεςμὲ τσ' ἀγκάλες ἀνοικτές,τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
- Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψιτοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψιποὺ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
- Εἰς αὐτήν, εἴν' ξακουσμένο,δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·ὅμως, ὄχι, δὲν εἴν' ξένοκαὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
- Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνεικύματ' ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει,κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
- Μὲ βρυχίσματα σαλεύειποὺ τρομάζει ἡ ἀκοή·κάθε ξύλο κινδυνεύεικαὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.
- Φαῖνετ' ἔπειτα ἡ γαλήνηκαὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνειτοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
- Δὲν νικιέσαι, εἴν' ξακουσμένο,στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ·ὅμως ὄχι δὲν εἴν' ξένοκαὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
- Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰτὰ τρεχούμενα κατάρτια,τὰ ὀλοφούσκωτα πανιά.
- Σῦ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἴν' πολλές,πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
- Μ' ἐπιθυμία νὰ τηράζῃςδυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,καὶ θανάσιμον τινάζειςἐναντίον τοὺς κεραυνό.
- Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,καὶ τὸ πέλαο χρωματίζειμὲ αἰματόχροη βαφή.
- Πνίγοντ' ὅλοι οἱ πολεμάρχοικαὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,ποὺ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.
- Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοιμὲ τσ' ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείληδίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.
- Κειες τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστετώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστεπλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.
- Ὂλοι κλαψτε· ἀποθαμένοςὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιάς·κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένοςὠσὰν νὰ 'τανε φονιάς!
- Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμαπ' ὧρες πρῶτα εἶχε γευθεῖτ' Ἅγιον Αἷμα, τ' Ἅγιον Σῶμα·λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ
- ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ,εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσεικαὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.
- Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύειεἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβειτὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
- Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰνὰ σωπάσω μὲ προστάζειμὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.
- Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπητρεῖς φορὲς μ' ἀνησυχιά·προσηλώνεται κατόπιστὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινά:
- «Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοιγιὰ σας ὅλοι εἶναι χαρά,καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμειστοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
- Ἀπ' ἐσᾶς ἀπομακραίνεικάθε δύναμη ἐχθρική,ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένειποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
- Μία, ποὺ ὅταν ὠσὰν λύκοιξαναρχόστενε ζεστοί,κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,ἄχ, τὸ νοῦ σᾶς τυραννεῖ.
- Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάειἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴκαθενὸς χαμογελάει,«πάρ' το», λέγοντας, «καὶ σῦ».
- Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνειἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά·μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνειεἱσὲ δάκρυα θλιβερά.
- Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,πὼς τὸ χέρι σας κτυπάειτοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
- Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τουςτὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τουςδὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».
- Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖγιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδαὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
- Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτεγιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλισθεῖτεσὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
- Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ·πάντα ἡ νίκη, ἂν ἐνωθῇτε,πάντα ἐσᾶς θ' ἀκολουθεῖ.
- Ὦ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,καταστῆστε ἕνα Σταυρὸκαὶ φωνάξετε μὲ μία:«Βασιλεῖς, κοιτάξτ' ἐδῶ!
- Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτεεἶναι τοῦτο, καὶ γι' αὐτὸματωμένους μας κοιτᾶτεστὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.
- Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουντὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦνκαὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,καὶ τὴν πίστι ἀναγελοῦν.
- Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθηαἷμα ἀθῶο χριστιανικό,ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθητῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.
- Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνεςτοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνεςκαὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
- Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέροςσὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾷ·δὲν εἴν' φύσημα τοῦ ἀέροςποὺ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
- Τί θὰ κάμετε; Θ' ἀφῆστενὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖςλευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λύστεἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
- Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτεἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!»
Τρίτη, Μαρτίου 24, 2015
Ύμνος εις την Ελευθερία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου