Blogger news

Το Αλεποχώρι στον νομό Έβρου, είναι ένα παλαιό και μικρό χωριό στα δυτικά του Διδυμοτείχου και εγγύτατα στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Ελληνικό χωριό, παλαιόθεν.

Σάββατο, Μαΐου 17, 2014

Η Ζωή Των Κατοίκων Του Αλεποχώρίου ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


Μελετώντας την Βυζαντινή Ιστορία βλέπουμε ότι ο τρόπος ζωής των κατοίκων του Αλεποχωρίου είναι σχεδόν ίδια με τον τρόπο ζωής των Βυζαντινών . Άλλωστε , αυτά είναι και μια ισχυρή αλήθεια , διότι το χωριό γεωγραφικά και ιστορικά υπήρξε την περίοδο αυτή .
  Ο χρόνος χωριζοταν σε δύο μεγάλες περιόδους . Από τις 23 Απριλίου , ημέρα του Αϊ Γιώργη μέχρι τις 26 Οκτωβρίου , ημέρα του Αϊ Δημήτρη . Ο πρώτος ήταν ο '' καλοκαιρινός χρόνος '' ενώ ο δεύτερος ο '' χειμερινος χρόνος '' .
  Τον Αϊ Γιώργη οι χωριανοί έπιαναν αντί αμοιβής ''ένα σνικ σιτάρι '' για κάθε ζώο τον γελαδάρη . Αυτός όλο το διάστημα μάζευε τα μεγάλα ζώα του χωριού και τα βοσκούσε όλη μέρα , ενώ το βράδυ επέστρεφε στο χωριό και τα ζώα μόνα τους πήγαιναν το καθένα στα σπίτια τους .
  Την ίδια μέρα έπιαναν ( συμφωνούσαν ) τον '' Ντουμουχτσή '' ( βοσκός γουρουνιών ). Αυτός μάζευε όλα τα γουρούνια του χωριού και τα έβγαζε κάθε μέρα για βοσκή .
  Οι κάτοικοι όλη την καλοκαιρινή περίοδο , ασχολούνταν με δουλειές στα χωράφια ( σπορά ανοιξιατικων , μποστανια , καλαμπόκια , βαμβάκια ).
Όλα τα χωράφια αντιλαλουσαν από τραγούδια και χαρές καθώς τη δουλειά την έκαναν πάντα με τραγούδι . Το σκάλισμα αργότερα , ο θερισμος , το αλωνισμα , το άχυρο ήταν από τις κυριότερες ασχολίες τους .
  Τις μέρες του Πάσχα και γενικά όλες τις γιορτές , εκκλησιάζονταν τακτικά . Φορούσαν τα γιορτινά τους και πολλοί ανταμωναν μετά από μεγάλο διάστημα στις εκκλησιές . Πάρ'όλη την κούραση τους , τα απογεύματα των μεγάλων εορτών , μαζεύονταν όλοι στην πλατεία του χωριού και χόρευαν και τραγουδούσαν ομαδικά .
  Εκεί ήταν συνήθως ο χώρος όπου γινόταν και οι γνωριμίες των νέων .
  Μεγάλη γιορτή θεωρούσαν το πανηγύρι , που παλαιότερα γιόρταζαν στις '' 2 Μαΐου '' , του Αγίου Αθανασίου . Αργότερα μετά το χτίσιμο της καινούργιας εκκλησιάς , το πανηγύρι γιορταζόταν και γιορτάζεται μέχρι και σήμερα στις '' 23 Αυγούστου '' ( εννιάμερα της Παναγίας ).
  Την παραμονή περίμεναν όλοι τους φίλους από τα διπλανά χωριά . Μαγειρευαν πάντοτε κρέας ( κυρίως πρόβατο ) και την άλλη μέρα στην πλατεία του χωριού , γλεντουσαν συνέχεια . Ψωνιζαν επίσης και από τους ''πραματευάδες '' , που ερχόταν στο χωριό . Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο , μεγάλο πανηγύρι γινόταν στα αμπέλια όπου γινόταν και ο ''τρυγος '' . Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε αμπέλι και να μην έκανε κρασί δικό του .
  Τον Αϊ Δημητρ , ξεκινάει η '' χειμερινή περίοδο ''  . Τα ζώα κλεινοταν στα σπίτια . Πλήρωναν τον γελαδάρη , τον Ντουμουχτσή και τους άλλους τσομπάνηδες , ενώ και εκείνη τη μέρα γλεντουσαν πολύ . Κάθε νοικοκυριό , του Αγίου Δημητρίου , εσφαζε ένα μεγάλο κόκορα .
  Από εκεί και πέρα άρχιζε η προετοιμασία του χειμώνα . Οι άντρες ασχολούνταν με το όργωμα , τη σπορά , το κόψιμο ξύλων για το τζάκι , ενώ οι γυναίκες έκαναν τις προετοιμασίες του χειμώνα ( αργαλειός , τραχαναδες ,ρουσνίτσια , μπλιγούρι , κουσκούσι , τουρσιά ) .
  Τη χειμερινή περίοδο μεγάλη αξία είχαν τα ''νυχτέρια '' . Μαζεύονταν κάθε βράδυ σε κάποιο σπίτι και εκεί έκαναν διάφορες δουλειές ( γνέσιμο , πλέξιμο , κέντημα , μαλλί ) , τραγουδούσαν και έλεγαν παραμύθια . Οι παραμυθάδες ήταν περιζήτητοι τόσο από τα παιδιά όσο και από τους μεγάλους .



ΠΗΓΗ : Εργασία της Αρβανιτούδη Νικολέττας 1999



Κυριακή, Μαΐου 11, 2014

Γιορτή της Μητέρας




«Μάνα» κράζει το παιδάκι,
«Μάνα» ο νιος και «Μάνα» ο γέρος,
«Μάνα» ακούς σε κάθε μέρος,
α! τι όνομα γλυκό.

Τη χαρά σου και τη λύπη,
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα,
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ’ αψηφάει,
για το τέκνο π’ αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα,
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει,
μ’ ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια,
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ’ απανταίνει,
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει,
ο καημός είναι μεγάλος.
Σαν τη μάνα δεν είν’ άλλος,
εις τον κόσμο θησαυρός.

Κι’ όποιος μάνα πια δεν έχει,
«Μάνα» κράζει στ’ όνειρό του.
Πάντα «Μάνα» στον καημό του,
είν’ ο μόνος στεναγμός!